- ἐφαμαρτεῖν
- ἐφαμαρτέωpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφαμαρτάνω — ἐφαμαρτάνω (Α) 1. οδηγώ, παραπλανώ κάποιον σε αμαρτία, κάνω κάποιον να αμαρτήσει («πρὸς τὸ ἐφαμαρτεῑν τὸν Ἰούδαν», ΠΔ) 2. αμαρτάνω, πέφτω σε σφάλμα 3. αποτυγχάνω στον στόχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμαρτάνω] … Dictionary of Greek